- βράστης
- βράστης, ο (Α) [βράσσω]σεισμός με κατακόρυφες δονήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βράσται — βράστης upheaving the earth verlically masc nom/voc pl βράστᾱͅ , βράστης upheaving the earth verlically masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βραστῶν — βράστης upheaving the earth verlically masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βράσσω — και βράττω (Α) 1. (για περιπτώσεις ναυαγίων) εκβράζω, ρίχνω στην ακτή 2. λιχνίζω 3. βράζω 4. φρ. «βράσσομαι ὑπό γέλωτος» χτυπιέμαι στα γέλια. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βράσσω και το (παράλληλο μτγν.) βράζω είναι αβέβαιης ετυμολογίας. Συσχετίζονται με τα λεττ.… … Dictionary of Greek
ԵՌԱՑՈՒՑԻՉ — ( ) NBH 1 0663 Chronological Sequence: 6c ա. βραστῆς fervere faciens Որ եռացուցանէ. իբր ազգ ինչ սասանութեան՝ ըստ եռացման ջրոյ. *Որք ներքուստ ի վեր բերեն ... եռացուցիչք (կոչին). Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)